- αετίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που ανήκει σε αετό ή μοιάζει με αϊτό: Τους έριξε μια ματιά αετίσια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.